- αλληλενέργεια
- ηαμοιβαία ενέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο)-* + ενέργεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλληλενέργεια, κοινωνική — Βασική έννοια για τη σπουδή της κοινωνικής και πολιτιστικής δυναμικής, ιδιαίτερα για τις λειτουργικές και δυναμικές σχέσεις μεταξύ ατόμων, μεταξύ ομάδων, μεταξύ ατόμου και ομάδας, μεταξύ ομάδων και κοινωνίας. Χαρακτηριστικό της κ.α. είναι η… … Dictionary of Greek
επιστημολογία — Κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα φιλοσοφικά προβλήματα που σχετίζονται με τη θεωρία της γνώσης. Πριν όμως αναληφθεί με επιστημονική μορφή μια τέτοια διερεύνηση, η γνωστική λειτουργία του ανθρώπου είχε ήδη αποτελέσει αντικείμενο φιλοσοφικής… … Dictionary of Greek
Ελεατική σχολή — Αρχαία φιλοσοφική σχολή με έδρα την Ελέα, πόλη της Κάτω Ιταλίας. Ιδρυτής της θεωρείται ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος, ο οποίος αρνείται την ανθρωπομορφική πολλαπλότητα του θείου και εισηγείται τον μονοθεϊσμό. Κύριος εκπρόσωπος της σχολής υπήρξε ο… … Dictionary of Greek
ερμηνευτική — Κλάδος της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ανάλυση και την κατανόηση των λογοτεχνικών κειμένων. Στηρίζεται στο θεμελιώδες επιστημολογικό αίτημα ότι η κατανόηση των επιμέρους στοιχείων που συγκροτούν ένα κείμενο προϋποθέτει τη… … Dictionary of Greek